- αλείπτρια
- ἀλείπτρια, η (Α) (θηλ. τού ἀλείπτης*)τίτλος θεατρικών έργων τού Άμφιδος, τού Αντιφάνους κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλειπτρίᾳ — ἀλειπτρίᾱͅ , ἀλείπτρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτριαν — ἀλείπτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek